- χάσκω
- ΝΜΑ1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, -υία, -όςβλ. χαίνωμσν.(για καρπούς) σχάζομαιαρχ.1. μιλώ με το στόμα ανοιχτό2. (πιθ. και ως μτβ.) ανοίγω και καταπίνω κάτι («χανεῑν... τὴν γῆν... τὸ ἅρμα», Παυσ.)3. (το αρσ. μτχ. παρακμ. με σημ. επιθ.) κεχηνώςαυτός που μένει με το στόμα ανοιχτό, χάχας, χαζός, ευήθης4. (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ κεχηνόςτο σκοτεινό και ασαφές σημείο ενός κειμένου5. παροιμ. φρ. «λύκος ἔχανεν» — λεγόταν για να δηλώσει ελπίδες που δεν πραγματοποιήθηκαν (Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το ρ. χαίνω (< *ghăn-jo) όσο και ο αρχαιότερος τ. χάσκω (< *ghәsko) ανάγονται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *ghn- μιας μορφής *ghen- τής ΙΕ ρίζας *ghe- «χάσκω». Στην ίδια ρίζα, εξάλλου, ανάγονται και τα αρχ. ισλανδ. gan «κραυγή» και gana «χάσκω», καθώς και το λατ. hisco, το οποίο έχει και την ίδια σημ. και το ίδιο επίθημα με το χάσκω. Ωστόσο, αρχαιότεροι τ. αυτού τού ρηματ. συστήματος πρέπει να θεωρηθούν ο αόρ. ἔχανον και ο παρακμ. κέχᾱνα/ κέχηνα, από τους οποίους, κατά μία άποψη, πρέπει να υποτεθεί ένας αρχικός τ. ενεστ. *χᾰνημι ή *χᾰνω. Από το ίδιο θ. χᾰν-, εκτός από τον ενεστ. χαίνω (< *χᾰν-jω με ενεστ. επίθημα -jω), έχουν επίσης σχηματιστεί το ουσ. χάνος, το επίρρ. χανδόν και τα σύνθ. σε -χανής, ενώ παράλληλα απαντά και ένα θ. χᾱν-, από όπου οι τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χήνημα και χηνῆσαι, καθώς και το β' συνθετικό -χήνη (πρβλ. κατα-χήνη, κυσο-χήνη). Τα παρ. χάσμα και χάσμη μπορεί να έχουν σχηματιστεί είτε από το χάσκω είτε από το χαίνω (πρβλ. φαίνω: φάσμα). Τέλος, υπάρχουν και οι εκφραστικοί σχηματισμοί χανύω και χανύσσω από ένα θ. χᾰνυ-, το οποίο, κατά μία άποψη, προϋποθέτει έναν αμάρτυρο τ. *χάνῡμι. Για τη σύνδεση τού χανύω με τους τ. χαῦνος, χάος, πρβλ. το σχήμα γάνυμαι: γαῦρος].
Dictionary of Greek. 2013.